Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ Ἑλλάς

См. также в других словарях:

  • Ἑλλάς — part of Phthiotis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάς — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Φιλολογικό περιοδικό με έδρα το Άμστερνταμ (1889). 2. Μηνιαίο όργανο του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου Αμβούργου. Εκδότης του ήταν ο καθηγητής Έριχ Τσίμπαρτ (1921 28). 3. Δεκαπενθήμερη έκδοση κατά τον Β’ …   Dictionary of Greek

  • ἑλλάς — ἑλλά̱ς , ἑλλά fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕλλας — Ἕλλᾱς , Ἕλλη fem acc pl Ἕλλᾱς , Ἕλλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυτική Ελλάς — Sp Vakarų Grakija Ap Δυτική Ελλάς/Dytiki Ellas L Graikijos adm. sritis …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Στερέα Έλλας — Sp Vidurio Grakija Ap Στερέα Έλλας/Sterea Ellas L Graikijos adm. sritis …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ελλάς — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική, φιλολογική και δικαστική εφημερίδα (1848 59) με έδρα την Αθήνα. 2. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1874 75). 3. Δισεβδομαδιαία και έπειτα ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα (1879 81). 4.… …   Dictionary of Greek

  • Στερεά Ελλάς — Εφημερίδα του Μεσολογγίου, που ιδρύθηκε το 1921 από το Χρ. Ευαγγελάτο. Στην αρθογραφία της οφείλεται η τοποθέτηση μαρμάρινων προτομών των αγωνιστών Γ. Κίτσου, Μ. Δεληγιώργη, Χρ. Καψάλη και του επίσκοπου Ιωσήφ στον κήπο των Ηρώων της πόλης …   Dictionary of Greek

  • ЭЛЛАДА —    • Έλλάς,          город во Фтиотиде (Фессалии), по преданию, построенный Гелленом, принадлежал к области Ахиллея; вся область этого города, между реками Епинеем и Асопом, носила это название. Ноm. Il. 2, 683. 9, 395. Ноm. Od. 11, 496. Эллада и …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἑλλάδα — Ἑλλάς part of Phthiotis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»